σκευοφυλακίου

σκευοφυλακίου
σκευοφυλάκιον
storehouse
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καμεράριος — ο ο προϊστάμενος τού θησαυροφυλακίου τού πάπα ή τού σκευοφυλακίου μονής στους Ρωμαιοκαθολικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camerarius < camera < καμάρα] …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σκευοφύλακας — ο / σκευοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει σκεύη, τις αποσκευές, αποθηκάριος νεοελλ. μσν. 1. εκκλ. αξιωματούχος τής Εκκλησίας με ειδική αποστολή του τη φύλαξη και επιμέλεια τών ιερών σκευών τού σκευοφυλακίου, αλλ. κειμηλιοφύλακας ή κειμηλιάρχης… …   Dictionary of Greek

  • Λειμώνος, μονή — Ανδρικό μοναστήρι της Λέσβου, αφιερωμένο στο όνομα των Ταξιαρχών, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μηθύμνης. Ιδρύθηκε το 1523 ή 1527 γύρω από την εκκλησία της κατεστραμμένης βυζαντινής μονής του Παμμεγίστου Ταξιάρχου Μιχαήλ. Το 1975 χτίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ιεράς Μονής Παναγίας Προυσιώτισσας — Στη Μονή Προυσού, που βρίσκεται 41 χλμ. νοτιοδυτικά του Καρπενησίου, διασώθηκε και εκτίθεται στο σκευοφυλάκιό της μία πλούσια συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη μακραίωνη ιστορία της. Σύμφωνα με …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”